Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὰ ὑποκείμενα

См. также в других словарях:

  • ὑποκειμένα — ὑποκειμένᾱ , ὑπόκειμαι lie under perf part mp fem nom/voc/acc dual ὑποκειμένᾱ , ὑπόκειμαι lie under perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) ὑποκειμένᾱ , ὑπόκειμαι lie under pres part mp fem nom/voc/acc dual ὑποκειμένᾱ , ὑπόκειμαι lie under …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκειμένᾳ — ὑποκειμένᾱͅ , ὑπόκειμαι lie under perf part mp fem dat sg (doric aeolic) ὑποκειμένᾱͅ , ὑπόκειμαι lie under pres part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκείμενα — ὑπόκειμαι lie under perf part mp neut nom/voc/acc pl ὑπόκειμαι lie under pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκειμένας — ὑποκειμένᾱς , ὑπόκειμαι lie under perf part mp fem acc pl ὑποκειμένᾱς , ὑπόκειμαι lie under perf part mp fem gen sg (doric aeolic) ὑποκειμένᾱς , ὑπόκειμαι lie under pres part mp fem acc pl ὑποκειμένᾱς , ὑπόκειμαι lie under pres part mp fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκειμέναν — ὑποκειμένᾱν , ὑπόκειμαι lie under perf part mp fem acc sg (doric aeolic) ὑποκειμένᾱν , ὑπόκειμαι lie under pres part mp fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • υπόκειμαι — ὑπόκειμαι, ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, βρίσκομαι από κάτω (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», Πλάτ.) 2. είμαι υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ… …   Dictionary of Greek

  • κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… …   Dictionary of Greek

  • διεθνές δίκαιο — Όρος που αναφέρεται γενικά στο σύνολο των νομικών κανόνων που αφορούν σχέσεις ανάμεσα στα κράτη ή ανάμεσα στα κράτη και σε διεθνείς οργανισμούς ή ανάμεσα σε πρόσωπα που ζουν σε διαφορετικές επικράτειες ή εξαρτούν έννομα συμφέροντα που διέπονται… …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • ПТОЛЕМЕЙ КЛАВДИЙ —     ПТОЛЕМЕЙ КЛАВДИЙ (Πτολεμαῖος ὁ Κλαύδιος, Ἀλεξανδρεύς) (ок. 100 170 н. э.), греческий ученый и философ; работал в Александрии. Сведений о его жизни не сохранилось. Считается, что его основные произведения созданы во времена правления имп.… …   Античная философия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»